Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερόλας
1 εγγραφή
ξερόλας ο [kserólas] Ο2 θηλ. ξερόλα [kseróla] Ο25α : (προφ.) αυτός που κάνει ότι τα ξέρει όλα, που παριστάνει τον έξυπνο.

[φρ. (τα) ξέρ(ει) όλα -ς· ξερόλ(ας) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες