Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεροφαγία η [kserofajía] Ο25α : πρόχειρο γεύμα χωρίς μαγειρεμένα φαγητά, συνήθ. με ψωμί, ελιές, τυρί κτλ.
[ελνστ. ξηροφαγία με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός)]