Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροβόρι
1 εγγραφή
ξεροβόρι το [kserovóri] Ο44 : 1.ξερός και ψυχρός βοριάς. 2. (μτφ., λογοτ.) οι σκληρές δοκιμασίες της ζωής.

[ξερο- + βορ(ιάς) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες