Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεραΐλα η [kseraíla] Ο25α : (οικ.) 1. απουσία βλάστησης: Mέσα σε τέτοια ~ τι να βρούνε τα ζώα να φάνε! 2. (μτφ.) μεγάλη έλλειψη ή απουσία αξιόλογων πραγμάτων ή γεγονότων: ~ φέτος στα θέατρα.
[ξερ(ός) -ίλα με προσθήκη -α- κατά το καΐλα]