Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπερνώ
1 εγγραφή
ξεπερνώ [ksepernó] -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. ξεπέρασα, απαρέμφ. ξεπεράσει, παθ. αόρ. ξεπεράστηκα, απαρέμφ. ξεπεραστεί, μππ. ξεπερασμένος : I1.σε μια αναμέτρηση, σε μια αντιπαράθεση, αποδεικνύομαι καλύτερος από κάποιον άλλο· περνώ: Mας ξεπερνάει όλους στο τρέξιμο. Ξεπερνάει όλους τους συμμαθητές του σε εξυπνάδα. (έκφρ.) ξεπέρασε και τον ίδιο του τον εαυτό. || αναμετριέμαι με κπ.: Ξεπερνιόμαστε στο τρέξιμο; 2. για κτ. που φτάνει πέρα από ένα υποκειμενικό ή αντικειμενικό όριο, μέτρο κτλ.· υπερβαίνω: H συζήτησή τους δεν ξεπέρασε τα δέκα λεπτά. Δεν ξέρω ακριβώς την τιμή, αλλά δεν πρέπει να ξεπερνάει τις χίλιες δραχμές. Tα κέρδη τους ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Aυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία. Tα αποτελέσματα ξεπερνούν και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Tο θέμα μας ξεπερνάει τα όρια μιας απλής διάλεξης. (έκφρ.) αυτό με ξεπερνάει, είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου, τις σωματικές ή νοητικές, δεν μπορώ να το κάνω και δεν μπορώ να το καταλάβω. 3. για κτ. που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα και στις απαιτήσεις της εποχής του, που έχει αντικατασταθεί από κτ. άλλο νεότερο και πιο σύγχρονο: Ξεπερασμένες αντιλήψεις / ιδέες. Tο έργο του όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε, αλλά εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή στους συγχρόνους του. 4. αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δύσκολη κατάσταση: Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το θάνατο του άντρα της. Πώς θα ξεπεράσουν την οικονομική κρίση; II. βγάζω κτ. από εκεί όπου ήταν περασμένο: Πρόσεξε γιατί θα μου ξεπεράσεις τους πόντους του πλεχτού. Ξεπεράστηκαν οι χάντρες.

[ξε- περνώ ή αρχ. ἐκπερῶ `περνώ πέρα΄ (ἐκ- > ξε-) κατά το περνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες