Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενομανία η [ksenomanía] Ο25 : υπερβολική και άκριτη προτίμηση για καθετί το ξενικό, με ταυτόχρονη περιφρόνηση για καθετί το εγχώριο και το εθνικό.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ξενομανία (πρβ. ελνστ. ρ. ξενομανῶ `έχω μανία για ξένες συνήθειες΄)]