Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενομανία
1 εγγραφή
ξενομανία η [ksenomanía] Ο25 : υπερβολική και άκριτη προτίμηση για καθετί το ξενικό, με ταυτόχρονη περιφρόνηση για καθετί το εγχώριο και το εθνικό.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ξενομανία (πρβ. ελνστ. ρ. ξενομανῶ `έχω μανία για ξένες συνήθειες΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες