Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεμωραίνω [ksemoréno] -ομαι Ρ7.1 (συνήθ. παθ.) : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που έχει πάθει άνοια ή που έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια και συμπεριφέρεται ανόητα σαν μωρό παιδί· ξεκουτιαίνω: Ξεμωράθηκε και δεν ξέρει τι λέει. Γριά ξεμωραμένη.
[ξε- μωραίνω]