Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμωραίνω
1 εγγραφή
ξεμωραίνω [ksemoréno] -ομαι Ρ7.1 (συνήθ. παθ.) : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που έχει πάθει άνοια ή που έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια και συμπεριφέρεται ανόητα σαν μωρό παιδί· ξεκουτιαίνω: Ξεμωράθηκε και δεν ξέρει τι λέει. Γριά ξεμωραμένη.

[ξε- μωραίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες