Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξελιγωμένος -η -ο [kseliγoménos] Ε3 μππ. του ξελιγώνω : α.πολύ πεινασμένος: Γύρισε ~ από τη δουλειά. β. (μτφ.) για κπ. που λαχταρά υπερβολικά κτ. το οποίο στερείται: Είναι ~ για γυναίκες.
ξελιγωμένα ΕΠIΡΡ: Tην κοίταζε ~. [μππ. του ξελιγώνω]



