Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξελιγωμένος
1 εγγραφή
ξελιγωμένος -η -ο [kseliγoménos] Ε3 μππ. του ξελιγώνω : α.πολύ πεινασμένος: Γύρισε ~ από τη δουλειά. β. (μτφ.) για κπ. που λαχταρά υπερβολικά κτ. το οποίο στερείται: Είναι ~ για γυναίκες. ξελιγωμένα ΕΠIΡΡ: Tην κοίταζε ~.

[μππ. του ξελιγώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες