Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκωλιάρης
1 εγγραφή
ξεκωλιάρης -α -ικο [ksekoláris] Ε9 : (λαϊκ.) που είναι πολύ τυχερός, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια. || (ως ουσ.): Kέρδισε ολόκληρη περιουσία χθες στα χαρτιά, ο ~.

[ξε- κώλ(ος) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες