Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκωλιάρης -α -ικο [ksekoláris] Ε9 : (λαϊκ.) που είναι πολύ τυχερός, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια. || (ως ουσ.): Kέρδισε ολόκληρη περιουσία χθες στα χαρτιά, ο ~.
[ξε- κώλ(ος) -ιάρης]