Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκούτης ο [ksekútis] Ο11 θηλ. ξεκούτα [ksekúta] Ο25α : ο ξεκουτιάρης: Kάθεσαι κι ακούς το γέρο ξεκούτη!
[ξεκουτ(ιαίνω) -ης (αναδρ. σχημ.)· ξεκούτ(ης) -α]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ξεκουτ(ιαίνω) -ης (αναδρ. σχημ.)· ξεκούτ(ης) -α]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |