Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκούτης
1 εγγραφή
ξεκούτης ο [ksekútis] Ο11 θηλ. ξεκούτα [ksekúta] Ο25α : ο ξεκουτιάρης: Kάθεσαι κι ακούς το γέρο ξεκούτη!

[ξεκουτ(ιαίνω) -ης (αναδρ. σχημ.)· ξεκούτ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες