Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκουτιαίνω
1 εγγραφή
ξεκουτιαίνω [ksekutxéno] Ρ7.3α & ξεκουτιάζω [ksekutxázo] Ρ2.1α μππ. ξεκουτιασμένος : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που αρχίζει να χάνει την πνευματική του διαύγεια· ξεμωραίνομαι: Ξεκούτιανε και δεν ξέρει τι λέει. || κάνω κπ. να ξεκουτιάνει, να αποβλακωθεί: Tον ξεκούτιαναν τα γεράματα.

[ξε- κουτ(ός) -ιαίνω, -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες