Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκουκούλωμα το [ksekukúloma] Ο49 : ANT κουκούλωμα. 1. η αφαίρεση της κουκούλας ή παρόμοιου καλύμματος. 2. (μτφ., οικ.) αποκάλυψη της πραγματικότητας.
[ξεκουκουλώ(νω) -μα]