Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκουκουλώνω [ksekukulóno] -ομαι Ρ1 : ANT κουκουλώνω. 1. αφαιρώ την κουκούλα ή κάποιο άλλο παρόμοιο κάλυμμα. 2. (μτφ., οικ.) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω κάποια αδικία ή παρανομία.
[ξε- κουκουλώνω]