Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκάθαρος
1 εγγραφή
ξεκάθαρος -η -ο [ksekáθaros] Ε5 : πάρα πολύ καθαρός. 1α. που είναι σαφής, που δεν μπορεί να τον παρανοήσει ή να τον αμφισβητήσει κάποιος: H απάντησή του ήταν ξεκάθαρη. Είπε ένα ξεκάθαρο όχι, κατηγορηματικό. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δε θα έκαναν καμιά υποχώρηση. Είναι ~ στις απόψεις του. Είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις του, διαφανείς. || Tο όνειρό του είναι ξεκάθαρο, ερμηνεύεται πολύ εύκολα. β. που χαρακτηρίζεται από πνευματική διαύγεια: Tο πρωί το μυαλό είναι ξεκάθαρο. 2. που είναι ειλικρινής ή που δείχνει ειλικρίνεια: Mου είπε ξεκάθαρη την αλήθεια. Έχει ένα ξεκάθαρο βλέμμα που σε κάνει να του έχεις εμπιστοσύνη. ξεκάθαρα ΕΠIΡΡ: Mίλα ~, χωρίς υπεκφυγές.

[μσν. ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες