Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεδιπλώνω [kseδiplóno] -ομαι Ρ1 : 1.ανοίγω τελείως κτ. που ήταν διπλωμένο: ~ το χάρτη / την εφημερίδα / το πακέτο. Mπορείτε να μου ξεδιπλώσετε, σας παρακαλώ, αυτό το ύφασμα; Ξεδίπλωσε την πετσέτα του και άρχισε να τρώει. || Tο πουλί ξεδίπλωσε τα φτερά του. Οι σημαίες ξεδιπλώνονται στον αέρα και κυματίζουν θριαμβευτικά. 2. (μτφ.) αναπτύσσω κτ. σε όλη του την έκταση: H θέα που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ήταν μαγευτική. || Ξεδιπλώνει τη σκέψη του μεθοδικά και με ενάργεια.
[μσν. ξεδιπλώνω < ξε- διπλώνω]