Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεγοφιάζω [kseγofxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. εξαρθρώνω το γοφό κάποιου: Tο ξεγόφιασαν το παιδί στη γέννα. Περπατάει σαν ξεγοφιασμένος. 2. (μτφ.) κουράζω κπ. υπερβολικά, τον καταπονώ: Ξεγοφιαστήκαμε από το περπάτημα.
[ξε- γοφ(ός) -ιάζω]