Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεγάνωτος
1 εγγραφή
ξεγάνωτος -η -ο [kseγánotos] Ε5 : που του έχει φύγει το γάνωμα. ANT γανωμένος. ΦΡ τενεκές ~, άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα.

[ξεγανώ(νω < ξε- γανώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες