Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεγάνωτος -η -ο [kseγánotos] Ε5 : που του έχει φύγει το γάνωμα. ANT γανωμένος. ΦΡ τενεκές ~, άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα.
[ξεγανώ(νω < ξε- γανώνω) -τος]