Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεβράκωτος
1 εγγραφή
ξεβράκωτος -η -ο [ksevrákotos] Ε5 : (οικ.) 1. που δε φοράει βρακί. || συνήθ. για γυναίκα που είναι πολύ ελαφρά και προκλητικά ντυμένη και ως ουσ.: Kυκλοφορούν κάτι ξεβράκωτες στην παραλία. 2. που είναι πολύ φτωχός, χωρίς περιουσία: Όταν τους γνώρισα, ήταν ξεβράκωτοι· τώρα έχουν πάρει κι ένα αυτοκινητάκι. || για γυναίκα που δεν έχει προίκα ή που παντρεύτηκε χωρίς προίκα: Tην πήρε ξεβράκωτη.

[ξεβρακώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες