Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεβιδώνω [kseviδóno] -ομαι Ρ1 : 1.στρέφω μια βίδα προς τα αριστερά τόσες φορές όσες είναι οι ελικώσεις της όταν θέλω να τη βγάλω ή λιγότερες φορές όταν θέλω απλώς να τη λασκάρω. ANT βιδώνω: ~ το παξιμάδι / το μπουλόνι. || Προσπάθησε να ξεβιδώσεις την κλειδαριά. || ~ το καπάκι του μπουκαλιού. 2. (μτφ., προφ.) για κπ. του οποίου οι κινήσεις είναι ασυντόνιστες και σπασμωδικές, σαν να έχουν αποσυνδεθεί τα μέλη του από τις αρθρώσεις τους: Περπατάει σαν ξεβιδωμένος. Ξεβιδώθηκα στο χορό, χόρεψα πάρα πολύ. Ξεβιδώθηκα από την κούραση, κουράστηκα υπερβολικά.
[ξε- βιδώνω]