Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεβγάζω
1 εγγραφή
ξεβγάζω [ksevγázo] -ομαι Ρ αόρ. ξέβγαλα, απαρέμφ. ξεβγάλει, παθ. αόρ. ξεβγάλθηκα, απαρέμφ. ξεβγαλθεί, μππ. ξεβγαλμένος : 1.με άφθονο νερό αφαιρώ τη σαπουνάδα με την οποία είχα πλύνει κτ.· ξεπλένω: ~ τα μαντίλια / τις κάλτσες / τα πιάτα. Mετά το λούσιμο να ξεβγάλετε τα μαλλιά σας με άφθονο νερό. Tα ρούχα δεν ξεβγάλθηκαν καλά. 2. (προφ.) α. συνοδεύω κπ. που φεύγει, ξεπροβοδίζω: Ξέβγαλε το θείο σου ως την πόρτα. β. απαλλάσσομαι από κπ. ή από κτ.: Θέλω να ξεβγάλω την υποχρέωση που έχω. 3. (μππ., προφ.) για κπ. που έχει πολλές εμπειρίες από τη ζωή στην κοινωνία και που μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. || (μειωτ.) για γυναίκα με πολλές ερωτικές εμπειρίες.

[ξε- βγάζω (πρβ. μσν. ξεβγάνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες