Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαστεριά η [ksasterjá] Ο24 : η κατάσταση του νυχτερινού ξάστερου ουρανού· αστροφεγγιά: Ήτανε μια γλυκιά νύχτα με ~. || η καθαρή ατμόσφαιρα, η νυχτερινή αιθρία.
[μσν. ξαστεριά < εξαστεριά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < (ε)ξάστερ(ος) -ιά]