Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανοίγω
1 εγγραφή
ξανοίγω [ksaníγo] -ομαι Ρ3 : 1.κάνω ένα χρώμα πιο ανοιχτό, πιο φωτεινό: Mπορείς να το ξανοίξεις με λίγο άσπρο. || προσθέτω κτ. ανοιχτόχρωμο σε ένα πολύ σκούρο σύνολο: Φόρεσε μια άσπρη μπλούζα για να ξανοίξεις λίγο τα μαύρα. 2α. για τον καιρό όταν γίνεται αίθριος ή για τον ουρα νό όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, όταν ξαστερώνει: Ξάνοιξε ο ουρανός και φάνηκαν τ΄ αστέρια. Ξάνοιξε η μέρα. || (απρόσ.): Άρχισε να ξανοί γει. β. (μτφ.): Kάθισε δίπλα στο κύμα κι ένιωσε την καρδιά του να ξανοί γει. 3. (παθ.) α. βγαίνω στο ανοιχτό πέλαγος: Ξανοιχτήκαμε στην απέρα ντη θάλασσα. Mην ξανοίγεσαι πολύ· τα νερά είναι βαθιά. β. αποκτώ συναναστροφές, γίνομαι πιο κοινωνικός ή πιο εκμυστηρευτικός: Mην ξανοίγεσαι πολύ, όταν δεν ξέρεις τους ανθρώπους. Δεν ξανοίγεται εύκολα. γ. πλαταίνω τον κύκλο των οικονομικών μου δραστηριοτήτων περισσότε ρο απ΄ όσο θα ήταν λογικό ή φρόνιμο: Ξανοίχτηκε πολύ στις δουλειές του και φοβάμαι μήπως πέσει έξω. Είναι νωρίς ακόμα για να ξανοιχτούμε. Mόλις πας να ξανοιχτείς λιγάκι, αμέσως φεύγει το δεκαχίλιαρο.

[μσν. *εξανοίγω (πρβ. μσν. αξανοίγω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) στη νέα σημ. (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐξανοίγω `ανοίγω κτ.΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες