Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανθόψειρα
1 εγγραφή
ξανθόψειρα η [ksanθópsira] Ο27 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ξανθό, με πολύ ανοιχτά χρώματα που τον κάνουν άτονο και άχαρο.

[ξανθο- + ψείρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες