Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανθο
5 εγγραφές [1 - 5]
ξανθο- [ksanθo] & ξανθό- [ksanθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ξανθού χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κόκκινος, ~κίτρινος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά σύνθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε ξανθό χρώμα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης, ~μούστακος, ξανθότριχος.

[θ. του επιθ. ξανθ(ός) -ο- (σύγκρ. αρχ. ξανθό-θριξ `καστανός΄)]

ξανθομάλλης -α -ικο [ksanθomális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) ξανθομαλλούσα [ksanθomalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & (λογοτ.) ξανθομαλλού [ksanθomalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει ξανθά μαλλιά. || (ως ουσ.).

[ξανθο- + -μάλλης· ξανθο μάλλ(ης) -ούσα, -ού]

ξανθόμαλλος -η -ο [ksanθómalos] Ε5 : που έχει ξανθά μαλλιά: Ένα ξανθόμαλλο μωρό.

[ξανθο- + μαλλ(ιά) -ος]

ξανθός -ή / -ιά -ό [ksanθós] Ε1, Ε2 : 1α.κυρίως για μαλλιά που έχουν χρώμα προς το κίτρινο και χρυσαφί: Ξανθά μαλλιά / μουστάκια / γένια. Φορούσε μια ξανθιά περούκα. β. που έχει ξανθά μαλλιά: Mια ξανθιά, ψηλή κοπέλα. Ξανθό παλικάρι. 2. για παρεμφερές χρώμα, το ανοιχτό σε αντίθεση με το πιο σκούρο: Ξανθή σταφίδα. Ξανθή μπίρα. Ξανθό μέλι. ~ καπνός. Ξανθιά κατσαρίδα. || Ξανθή άμμος. Ξανθιά αμμουδιά. 3. (ως ουσ.) α. ο ξανθός, θηλ. ξανθιά: Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές. β. το ξαν θό, το ξανθό χρώμα. ξανθούλης ο θηλ. ξανθούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α. ξανθούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ξανθός `κιτρινωπός, ξανθός, με χρυσά μαλλιά΄ σύγκρ. λαϊκό (μσν.) ξαθός < αρχ. ξανθός με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · ξανθ(ός) -ούλης· ξανθούλ(ης) -α· ξανθούλ(ης) -ικος]

ξανθόψειρα η [ksanθópsira] Ο27 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ξανθό, με πολύ ανοιχτά χρώματα που τον κάνουν άτονο και άχαρο.

[ξανθο- + ψείρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες