Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανα- [ksana] & ξανά- [ksaná], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα (και συνήθ. στους δεύτερους τύπους παρατατικού και αορίστου πολλών σύνθετων ρημάτων: ξαναήρθα και ξανάρθα, ξαναέφυγα και ξανάφυγα) & ξαν- [ksan], πριν από [a] : α' συνθετικό σε προσδιοριστικά ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη της έννοιας του β' συνθετικού· (πρβ. επανα-, ανα- 2, ματα-): ξαναρχίζω, ~βάζω, ~βρίσκω, ~δοκιμάζω, ~γράφω, ~περνώ, ~τυπώνω, ~χτυπώ· ξανάρχομαι και ~έρχομαι· ~βάψιμο, ~γράψιμο, ~ζωντάνεμα, ~κοίταγμα, ~χτίσιμο.
[μσν. ξανα- < αρχ. ἐξανα- με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < προθ. ἐξ `από, από μέσα από΄ + ἀνά `από κάτω προς τα πάνω, τελείως΄: αρχ. ἐξ-αναδύομαι (ἀνα-δύομαι) `βγαίνω έξω, ανεβαίνω στην επιφάνεια΄, ἐξ-αναστρέφω (ἀνα-στρέ φω) `αναποδογυρίζω΄ ως α' συνθετικό: μσν. ξανα-γράφω]