Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαναγράφω [ksanaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. ξανάγραψα και ξαναέγραψα, απαρέμφ. ξαναγράψει, παθ. αόρ. ξαναγράφτηκα και (σπάν.) ξαναγράφηκα, απαρέμφ. ξαναγραφτεί και (σπάν.) ξαναγραφεί, μππ. ξαναγραμμένος : γράφω πάλι: Ξανάγραψα όλο το κείμενο. Nα ξαναγράψετε την αίτηση. Aπό τότε δεν του ξαναέγραψα, δεν είχα αλληλογραφία μαζί του.
[μσν. ξαναγράφω < ξανα- + γράφω]