Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξακουσμένος -η -ο [ksakuzménos] Ε3 : που είναι πολύ γνωστός, που η φήμη του είναι πολύ μεγάλη, συνήθ. σε αφηγήσεις που αναφέρονται σε πρόσωπα ή σε πράγματα γνωστά από την ιστορία ή την παράδοση: H ξακουσμένη Πόλη. Ξακουσμένα παλικάρια. Mια περιοχή ξακουσμένη για τα κρασιά της, ονομαστή.
[μσν. ξακουσμένος < εξακουσμένος με αποβ. του αρχικού άτ. φων., μππ. του αρχ. ρ. ἐξακούω `ακούω ήχο από μακρινή απόσταση΄]