Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξακουσμένος
1 εγγραφή
ξακουσμένος -η -ο [ksakuzménos] Ε3 : που είναι πολύ γνωστός, που η φήμη του είναι πολύ μεγάλη, συνήθ. σε αφηγήσεις που αναφέρονται σε πρόσωπα ή σε πράγματα γνωστά από την ιστορία ή την παράδοση: H ξακουσμένη Πόλη. Ξακουσμένα παλικάρια. Mια περιοχή ξακουσμένη για τα κρασιά της, ονομαστή.

[μσν. ξακουσμένος < εξακουσμένος με αποβ. του αρχικού άτ. φων., μππ. του αρχ. ρ. ἐξακούω `ακούω ήχο από μακρινή απόσταση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες