Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαγρύπνια
1 εγγραφή
ξαγρύπνια η [ksaγrípna] Ο25α : η κατάσταση του ξάγρυπνου, εκείνου που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.

[ξαγρυπν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες