Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαγρυπνώ [ksaγripnó] Ρ10.1α μππ. ξαγρυπνισμένος : χάνω τον ύπνο μου· μένω άυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας· (πρβ. αγρυπνώ, ξενυχτώ): Ο φόβος του σεισμού τούς έκανε να ξαγρυπνήσουν.
[ξάγρυπν(ος) -ώ]