Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξίγκι το [ksíngi] Ο44 : λιπαρή μάζα που βρίσκεται κάτω από το δέρμα των ζώων· (πρβ. λίπος). ΦΡ βγάζει από τη μύγα ~, κυρίως για άνθρωπο τσιγκούνη που καταφέρνει να βγάλει κέρδος από ασήμαντη πηγή.
[μσν. ξύγκι(ν) < οξύγκιν, αξύγκιν (οξούγκιν, αξούγκιν) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] < ελνστ. ὀξύγγιον, ἀξύγγιον (ἀξούγγιον) < υποκορ. της λ. ἀξουγγία < λατ. axungia (ορθογρ. απλοπ.)]