Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξάδερφος
1 εγγραφή
ξάδερφος ο [ksáδerfos] Ο20α θηλ. ξαδέρφη [ksaδérfi] Ο30α & ξάδελφος ο [ksáδelfos] Ο20α θηλ. ξαδέλφη [ksaδélfi] Ο30α & εξάδερφος ο [eksáδer fos] Ο19 θηλ. εξαδέρφη [eksaδérfi] Ο30α & εξάδελφος ο [eksáδelfos] Ο19 θηλ. εξαδέλφη [eksaδélfi] Ο30α πληθ. και ξαδέρφια*, ξαδέλφια* : το καθένα από τα παιδιά δύο ή περισσότερων αδερφών στη μεταξύ τους σχέ ση: Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~. Πότε παντρεύεται η ξαδέρφη σου; ξαδερφούλης ο θηλ. ξαδερφούλα YΠΟKΟΡ. ξαδελφούλης ο θηλ. ξαδελφούλα YΠΟKΟΡ. εξαδερφούλης ο θηλ. εξαδερφούλα YΠΟKΟΡ. εξαδελφούλης ο θηλ. εξαδελφούλα YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ἐξάδελφος, ἐξαδέλφη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [l > r] κατά το αδελφός > αδερφός· ξάδελφος, -η: λόγ. επίδρ.· εξάδερφος, -η: ελνστ. ἐξάδελφος, ἐξαδέλφη με τροπή [l > r] κατά το αδελφός > αδερφός· εξάδελφος, -η: λόγ. < ελνστ. ἐξάδελφος, -η· ξάδερφ(ος), ξάδελφ(ος), εξάδερφ(ος), εξάδελφ(ος) -ούλης· ξαδερφούλ(ης), ξαδελφούλ(ης), εξαδερφούλ(ης), εξαδελφούλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες