Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νύστα η [nísta] Ο25α : τάση για ύπνο: Kλείνουν τα μάτια μου / δεν μπορώ να σταθώ από τη ~. H ~ βαραίνει τα βλέφαρά μου. Ήπιε έναν καφέ για να διώξει τη ~. Mου έφερε ~ το φάρμακο. Mε πιάνει ~ όταν τον ακούω να μιλάει. Έχω κάτι νύστες!
[νυστ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- νυσταγμός ο [nistaγmós] Ο17 : (ιατρ.) ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των βολβών των ματιών, που προκαλούνται από μυϊκό σπασμό.
[λόγ. < νλατ. nystagmus (στη νέα σημ.) < αρχ. νυσταγμός `νύστα΄]
- νυστάζω [nistázo] Ρ2.2α μππ. νυσταγμένος : 1α.έχω τάση, ανάγκη για ύπνο, αισθάνομαι νύστα: Πάω να κοιμηθώ, γιατί νύσταξα / γιατί άρχισα να νυστάζω. Φαίνεσαι πολύ νυσταγμένος. β. κτ. / κάποιος με νυστάζει, μου προκαλεί νύστα: Mε νύσταξε το κρασί που ήπια. H ομιλία του ήταν πολύ βαρετή και με νύσταξε. || ~ όταν κοιτάζω τηλεόραση. 2. (μππ.) που δείχνει κούραση, νωθρότητα: Οι κινήσεις του ήταν αργές, νυσταγμένες. Mε κοίταξε με ένα νυσταγμένο βλέμμα.
[αρχ. νυστάζω]
- νυσταλέος -α -ο [nistaléos] Ε4 : 1.(λόγ., συνήθ. ειρ.) που είναι σχεδόν πάντα νυσταγμένος. 2. (μτφ.) νωθρός: Ένας ~ υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει κάτι φακέλους.
νυσταλέα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~ και αδιάφορα. [λόγ. < ελνστ. νυσταλέος]