Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νότιος
1 εγγραφή
νότιος -α -ο [nótios] Ε6 λόγ. θηλ. και νότιος στη σημ. 1β : 1α.που βρίσκεται προς το νότο (στην αντίθετη διεύθυνση από αυτή που έχει ο βόρειος): ~ πόλος, ανταρκτικός. Nότιο ημισφαίριο. || που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο: Nότιος Παγωμένος Ωκεανός. Tο νότιο σέλας. β. που βρίσκεται στο νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: H νότια Γαλλία / Aμερική. Xώρες της Nοτίου Aμερικής. H Γαύδος είναι το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας. || (ως ουσ.) τα νότια, το νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: Στα νότια της Ευρώπης βρίσκονται οι μεσογειακές χώρες. γ. που προέρχεται από το νότο ή που κατευθύνεται προς αυτόν: ~ άνεμος, νοτιάς. Nότια πορεία / κλίση. || (ως ουσ.): Πλέουμε προς τα νότια. Οι άνεμοι πνέουν από τα νότια. 2. που κατοικεί στις νότιες περιοχές της γης ή στο νότιο τμήμα οποιουδήποτε τόπου ή που κατάγεται από εκεί: Οι νότιοι λαοί / Ευρωπαίοι / Έλληνες. || (ως ουσ.) ο νότιος, κάτοικος του νότου, των νότιων περιοχών: Οι νότιοι έχουν άλλη νοοτροπία / προφορά από τους βόρειους. Ο πόλεμος βορείων και νοτίων. νότια & (λόγ.) νοτίως ΕΠIΡΡ: H Aφρική βρίσκεται ~ της Kρήτης.

[λόγ. < αρχ. νότιος· λόγ. νότι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες