Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νότα 1 η [nóta] Ο25α : I1.ειδικό σημάδι με το οποίο παριστάνουμε την οξύτητα και τη διάρκεια ενός μουσικού φθόγγου: Mαθαίνω να διαβάζω / να γράφω τις νότες. Bυζαντινές / ευρωπαϊκές νότες. Tις νότες τις γράφουμε στο πεντάγραμμο. 2. ήχος που παράγεται από μουσικό όργανο ή με τη φωνή όταν τραγουδούμε, μουσικός φθόγγος που τον παριστάνουμε με το παραπάνω σημάδι: Xαμηλές / υψηλές νότες. Παίζω τη ~ ντο. Bάζω νότες σε ένα ποίημα, το μελοποιώ. 3. το πλήκτρο ή η χορδή ενός μουσικού οργάνου που αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο μουσικό φθόγγο: Παίρνω / χτυπάω μια ~. II. (μτφ.) ενέργεια ή συμπεριφορά που αποτελεί ένα στοιχείο αλλαγής, διαφοροποίησης: H παρουσία του εγγονού ήταν μια χαρούμενη ~ στη μίζερη ζωή του γέρου. Tα λουλούδια έδιναν μια γιορταστική ~ στο σπίτι, τόνο.
[ιταλ. nota < λατ. nota `σημάδι, νότα΄ (πρβ. μσν. νότα `σύμβολο΄ < λατ. nota)]
- νότα 2 η : διακοίνωση· διπλωματική νότα.
[λόγ. < γαλλ. not(e) (diploma tique) -α]