Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νόστιμος
1 εγγραφή
νόστιμος -η -ο [nóstimos] Ε5 : ANT άνοστος. 1. για τροφή που έχει ευχάριστη γεύση, συνήθ. πικάντικη ή για φαγητό καλομαγειρεμένο και με πολλά καρυκεύματα: Ο λαγός έχει νόστιμο κρέας. Φτιάχνει ένα νοστιμότατο μουσακά. H ελληνική κουζίνα είναι πολύ νόστιμη. 2. (μτφ.) α. που κεντρίζει ευχάριστα τις αισθήσεις ή το ενδιαφέρον, που είναι χαριτωμένος: Mια νόστιμη γυναίκα / κοπέλα. Δεν είναι ωραία, αλλά έχει ένα νόστι μο προσωπάκι. Nόστιμο μπλουζάκι / καπελάκι, καλόγουστο, όχι ιδιαίτε ρα εντυπωσιακό. Nόστιμα αστεία. Θα σου πω κάτι νόστιμο που άκου σα. β. (ως ουσ.) το νόστιμο, για κτ. περίεργο, απρόσμενο θετικό ή αρνητικό: Tο νόστιμο είναι ότι τελικά όλοι έμειναν ευχαριστημένοι / ότι κανένας δεν ήρθε, το αστείο. νοστιμούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. νοστιμού λικος -η -ο YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. νοστιμούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ όχι πολύ νόστιμος. νόστιμα ΕΠIΡΡ: Mαγειρεύει / ντύνεται ~. νοστιμούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. νοστιμούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[αρχ. νόστιμος `που αναφέρεται στο νόστο (επιστροφή στην πατρίδα, ταξίδι με καλό τέλος)΄, ελνστ. σημ.: `που δίνει καρπό, ζουμερός΄, μσν. σημ.: `με ευχάριστη γεύση΄· νόστιμ(ος) -ούλης, -ούλικος, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες