Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νόθος
1 εγγραφή
νόθος -α / -η -ο [nóθos] Ε4, Ε3 : ANT γνήσιος. 1. που γεννήθηκε από γονείς οι οποίοι είχαν φυσικό δεσμό και δεν είχαν συνάψει νόμιμο γάμο· εξώγαμος. ANT νόμιμος: ~ γιος. Nόθα παιδιά / τέκνα. Aυτός είναι ~. || (ως ουσ.) το νόθο, νόθο παιδί. 2α. (βιολ., για ζώο ή φυτό) που προέρχεται από τη διασταύρωση διαφορετικών ποικιλιών, ειδών και σπανιότερα γενών. β. (μαθημ.) νόθο κλάσμα, που ο αριθμητής του είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή. γ. (ανατ.) νόθες πλευρές, οι τελευταίες πλευρές που δε συνδέονται άμεσα με το στέρνο. δ. για συγγραφικό έργο που δεν έχει γραφτεί από το συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται· πλαστός. 3. (για αφηρ. ουσ.) που περιέχει στοιχεία από δύο ή περισσότερα είδη, η σύνθεση των οποίων δημιουργεί μία νέα μορφή που τη χαρακτηρίζει η ανωμαλία, η έλλειψη καθαρότητας, η ασάφεια: Nόθο εκλογικό σύστημα. Nόθες αρχιτεκτονικές μορφές. Δε χώρισαν αλλά και δε ζουν μαζί, πρέπει επιτέλους να ξεκαθαρίσει αυτή η νόθα κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. νόθος (2β: σημδ. αγγλ.(;) improper fraction)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες