Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νωχελής -ής -ές [noxelís] Ε10 : που αποφεύγει κάθε σωματική ή πνευματική προσπάθεια από ανεμελιά και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
[λόγ. < αρχ. νωχελής]