Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νωχελής
1 εγγραφή
νωχελής -ής -ές [noxelís] Ε10 : που αποφεύγει κάθε σωματική ή πνευματική προσπάθεια από ανεμελιά και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω του.

[λόγ. < αρχ. νωχελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες