Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχτοφύλακας
1 εγγραφή
νυχτοφύλακας ο [nixtofílakas] Ο5 : φύλακας σε κτίριο γραφείων, σε εργοστάσιο κτλ., που έχει νυχτερινή υπηρεσία.

[λόγ. < αρχ. νυκτοφύλαξ, αιτ. -ακα με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το νύχτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες