Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχτοκόρακας
1 εγγραφή
νυχτοκόρακας ο [nixtokórakas] Ο5 : είδος νυκτόβιου πτηνού που μοιάζει με τον κόρακα.

[μσν. νυκτοκόρακας με ανομ τρόπου άρθρ. [kt > xt] < νυκτοκόραξ, αιτ. -ακα < αρχ. νυκτικόραξ με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες