Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυμφίδιο
1 εγγραφή
νυμφίδιο το [nimfíδio] Ο41 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός νεαρού κοριτσιού, σχεδόν παιδιού, όταν το αντιμετωπίζουν ως σεξουαλική σύντροφο.

[λόγ. νύμφ(η) -ίδιον (διαφ. το αρχ. νυμφίδιος `του γάμου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες