Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντραμς
1 εγγραφή
ντραμς τα [dráms] & (σπάν.) ντραμς η [dráms] Ο (άκλ.) : σύνολο από κρουστά όργανα (τύμπανα, πιάτα κ.ά.) σε μουσικό συγκρότημα ή σε ορχήστρα: Παίζει ~ σε συγκρότημα τζαζ / ροκ.

[λόγ. < αγγλ. drums πληθ. της λ. drum `τύμπανο΄· θηλ. κατά το ορχήστρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες