Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντούρος
1 εγγραφή
ντούρος -α -ο [dúros] Ε4 : α.(οικ., για πρόσ.) που κρατάει ίσιο και άκαμπτο το σώμα του: Ήρθε και στάθηκε ~ μπροστά μας. Περπατάει ~ ~. || Nτούρα κορμοστασιά, στητή και γερή. β. για κτ. που δε λυγίζει εύκολα, που μένει άκαμπτο: Φοδράρισα το γιακά για να στέκει ~. ντούρα ΕΠIΡΡ.

[βεν. duro ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες