Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντους
1 εγγραφή
ντουζ το [dúz] & ντους το [dús] Ο (άκλ.) : 1.πλύσιμο όλου του σώματος με νερό που πέφτει σαν βροχή από μια ειδική συσκευή μέσα στο λουτρό ή σε άλλους ειδικούς χώρους: Kάνω ~. Παίρνω ένα κρύο / ζεστό ~. ΦΡ σκοτσέζικο* ντους. 2α. ειδική συσκευή για το πλύσιμο του σώματος με τον παραπάνω τρόπο, που συνδέεται με την παροχή του νερού με άκαμπτο ή με αρθρωτό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε μια διάτρητη κεφαλή από όπου εκτοξεύεται το νερό. β. ειδικός χώρος όπου υπάρχει κοινόχρηστο ντους: Στην κατασκήνωση υπάρχουν πολλά ~. ντουζάκι το YΠΟKΟΡ: Θα κάνω ένα ~.

[λόγ. < παλ. γαλλ. douge· λόγ. αναδαν. < γαλλ. douche]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες