Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντουζίνα
1 εγγραφή
ντουζίνα η [duzína] Ο25α : (οικ.) δωδεκάδα: Aγόρασα μια ~ / μισή ~ πιάτα / εσώρουχα / αυγά. Ήρθαν μια ~ άνθρωποι, δώδεκα ή γενικά, πολλοί. Aγοράζω κτ. με τις ντουζίνες, σε μεγάλες ποσότητες, πολλά μαζί.

[παλ. ιταλ. *duzina < γαλλ. douzaine (πρβ. σημερ. ιταλ. dozzina)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες