Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντουγρού
1 εγγραφή
ντουγρού [duγrú] & ντογρού [doγrú] επίρρ. τροπ. : (λαϊκ.) ίσια, κατευθείαν: Tράβηξα ~ για το σπίτι. Έπεσε ~ επάνω μου.

[τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες