Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντιρεκτίβα
1 εγγραφή
ντιρεκτίβα η [direktíva] Ο25α : κατευθυντήρια γραμμή που δίνεται από ένα κόμμα, συνήθ. μαρξιστικό, στους οπαδούς του ή από έναν οργανισμό στα μέλη του: Δίνω / δέχομαι / ακολουθώ ντιρεκτίβες. Οι ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδηγίες.

[ρωσ. directiva `οδηγία΄ (< λατ. dirigere `οδηγώ΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες