Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντιζάιν
1 εγγραφή
ντιζάιν το [dizáin] Ο (άκλ.) : σχεδιασμός βιομηχανικών προϊόντων: H κουζίνα ήταν αρκετά φτηνή, δε μου άρεσε όμως το ~. || (ως επίθ.): Έπιπλα / καναπές ~.

[λόγ. < αγγλ. design]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες