Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντιβάνι το [diváni] Ο44 : είδος χαμηλού κρεβατιού, χωρίς στηρίγματα στο μέρος του κεφαλιού και των ποδιών, που το χρησιμοποιούν και σαν καναπέ.
ντιβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. divan -ι (αρχικά η κυβέρνηση (από τα περσ.) και ο χώρος συνεδριάσεων με τέτοια έπιπλα και μετά το ίδιο το έπιπλο με επίδρ. του γαλλ. δανείου divan) (πρβ. μσν. διβάνη `συμβούλιο΄)]