Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεμοντέ
1 εγγραφή
ντεμοντέ [demodé] Ε (άκλ.) : (οικ.) 1. ANT μοντέρνος. α. για κτ. που είναι κατασκευασμένο σύμφωνα με τη μόδα παλαιότερης εποχής: Φόρεμα / έπιπλα ~. || για κπ. που ντύνεται με ντεμοντέ ρούχα. β. που δεν ακολουθεί τα σύγχρονα ιδεολογικά και πνευματικά ρεύματα ή που δεν είναι σύμφωνος με αυτά: Tους οργισμένους νέους τους θεωρούν ήδη ~ και ξοφλημένους. Παιδαγωγικές θεωρίες που θεωρούνται πια ~ και ξεπερασμένες. 2. (ως επίρρ.) ANT μοντέρνα: Nτύνεται πολύ ~.

[λόγ. < γαλλ. démodé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες