Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεμακιγιάζ
1 εγγραφή
ντεμακιγιάζ το [demakijáz] Ο (άκλ.) : καθαρισμός του προσώπου από το μακιγιάζ.

[λόγ. < γαλλ. démaquillage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες